σύναγμα

σύναγμα
τό
1) собирание, сбор; 2) крупный песок; 3) мед. конкремент, камешек, камень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σύναγμα" в других словарях:

  • σύναγμα — collection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύναγμα — το, ΝΜΑ [συνάγω] συνάθροιση, συσσώρευση νεοελλ. (πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος αρχ. το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά …   Dictionary of Greek

  • σύναγμα — το συνάθροιση, σύναξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγμάτων — σύναγμα collection neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγματος — σύναγμα collection neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»